-
1 διαρθροω
1) расчленять, т.е. точно очерчивать, придавать правильную форму, формировать(τὰ στήθη Plat.)
φωνέν διαρθρώσασθαι Plat., γλῶτταν διαρθρῶσαι Luc. и τέν ἀσάφειαν τῆς γλώττης διαρθρῶσαι Plut. — научиться членораздельно говорить2) расчленять, разлагать на составные части, разбирать(τὸν συλλογισμόν Arst.)
3) ясно говорить, толково рассказывать(περὴ τῆς ἀρετῆς Arst.)
ἔχετον διαρθροῦντες φράζειν Plat. — расскажите обстоятельно - см. тж. διηρθρωμένος
См. также в других словарях:
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek